- ὠνείδισε
- ὀνειδίζωcast inaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληροκαρδία — η, ΝΑ, και σκληροκαρδιά Ν [σκηροκάρδιος, καρδος] η ιδιότητα τού σκληρόκαρδου, αναλγησία, απονιά («καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ὠνείδισ' — ὠνείδισα , ὀνειδίζω cast in aor ind act 1st sg ὠνείδισο , ὀνειδίζω cast in plup ind mp 2nd sg ὠνείδισο , ὀνειδίζω cast in perf imperat mp 2nd sg ὠνείδισε , ὀνειδίζω cast in aor ind act 3rd sg ὠνείδισαι , ὀνειδίζω cast in perf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)